-
1 propůjčit
χορηγώ -
2 udělit
χορηγώ -
3 виза
виза ж η βίζα, η θεώρηση· \виза на въезд (на выезд) η βίζα εισόδου ( η άδεια για αναχώρηση)· выдать (получить) \визау χορηγώ ( παίρνω) βίζα* * *жη βίζα, η θεώρησηви́за на въезд (на вы́езд) — η βίζα εισόδου (η άδεια για αναχώρηση)
вы́дать (получи́ть) ви́зу — χορηγώ (παίρνω) βίζα
-
4 гражданство
гражданство с η υπηκοότητα принять \гражданство παίρνω (или αποκτώ) υπηκοότητα предоставить права \гражданствоа χορηγώ (или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας* * *сη υπηκοότηταприня́ть гражда́нство — παίρνω ( или αποκτώ) υπηκοότητα
предоста́вить права́ гражда́нствоа — χορηγώ ( или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας
-
5 уделить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделенный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. δίνω μερίδιο• ξεχωρίζω• βγάζω• παραχωρώ• χορηγώ•уделить собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί ένα κομμάτι ψωμί•
уделить из бюджета сумму на что-н. χορηγώ από τον προύπολογισμό ένα ποσό για κάτι.
|| δίνω•-йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)•
-ите этому внимание δόστε σ αυτό προσοχή.
-
6 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
7 кредитование
(отпускаемая денежная сумма) η χρηματοδότηση πίστωσης, η χορήγηση πιστώσεων-ть χορηγώ πίστωση, πιστώνωδίνω με πίστωση, δίνω επί πιστώσειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредитование
-
8 предоставить
παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ, δίνω, δίδω, προσφέρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предоставить
-
9 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
10 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
11 заем
заемм τό δάνειο[ν]:государственный \заем τό κρατικό δάνειο· предоставлять \заем Χορηγώ δάνειο· выпускать \заем ἐκδίδω δάνειο. -
12 обеспечивать
обеспечиватьнесов, обеспечить сов1. (снабжать) ἐφοδιάζω, προμηθεύω, χορηγώ, ἐξασφαλίζω·2. (гарантировать) ἐξασφαλίζω, ἐγγυώμαι. -
13 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
14 отпускать
отпускатьнесов1. (позволять уйти, уехать) ἀφήνω νά φύγει:не отпускай его́ μήν τόν ἀφήσεις (νά φύγει)·2. (ослаблять веревку и т. п.) χαλαρώνω, ξε-σφίγγω, λασκάρω·3. (освобождать) ἀπολύω, ἀφήνω ἐλεύθερο:\отпускать на волю ист. ἀπολύω (или ἀπελευθερώνω) δοϋλο·4. (продавать) πουλώ; \отпускать товар πουλώ ἐμπορεύματα·5. (ассигновать) ψηφίζω κονδύλι, χορηγώ:\отпускать средства на что-л. χορη-γδ κονδύλια γιά κάτι·6. (волосы, бороду) ἀφήνω·7. тех. (сталь) δένω·8. (прощать) уст. συγχωρώ:\отпускать грехи церк. συγχωρώ τίς ἀμαρτίες· ◊ \отпускать остроты πετάω καλαμπούρια· \отпускать шутки ἀστειεύομαι, λέγω ἀστεία· \отпускать комплименты разг κάνω κομπλιμέντα -
15 паек
паекм ἡ τροφή, τό συσσίτιο[ν]:дневной \паек τό σιτηρέσιο[ν]· выдавить \паек χορηγώ τροφή. -
16 предоставлять
предоставлятьнесов1. (давать) παρέχω, δίνω, χορηγώ, παραχωρώ:\предоставлять комнату кому́-л. δίνω δωμάτιον σέ κάποιον \предоставлять возможность δίνω τήν δυνατότητα· \предоставлять слово докладчику δίνω τόν λόγον στον ὀμιλητήν \предоставлять отпуск παρέχω ἄδεια· \предоставлять в распоряжение θέτω εἰς τήν διάθεσιν \предоставлять кому́-л. полную свободу действий δίνω ἀπόλυτη ἐλευθερία δράσης σέ κάποιον2. (давать возможность, позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω· ◊ \предоставлять кого́-л. самому себе ἐγκαταλείπω κάποιον στήν τύχη του. -
17 увольнениеять
увольнение||ятьнесов1. ἀπολύω (тж. воен.), διώχνω ἀπό τή δουλειά, παύω τής ὑπηρεσίας/ ἀποστρατεύω (в отставку):\увольнениеятья́ть в отпуск χορηγώ ἄδεια· \увольнениеятьять с работы ἀπολύω ἀπό τή δουλειά·2. (избавлять) ἀπαλλάσσω:увольте меня от этого ἀπαλλάξετε με ἀπό αὐτό. -
18 administer
[əd'ministə]1) (to govern or manage: He administers the finances of the company) διαχειρίζομαι2) (to carry out (the law etc).) εφαρμόζω3) (to give (medicine, help etc): The doctor administered drugs to the patient.) χορηγώ•- administration
- administrative
- administrator -
19 dispense
[di'spens]1) (to give or deal out.) διανέμω2) (to prepare (medicines, especially prescriptions) for giving out.) χορηγώ•- dispenser
- dispense with -
20 dose
[dəus] 1. noun1) (the quantity of medicine etc to be taken at one time: It's time you had a dose of your medicine.) δόση2) (an unpleasant thing (especially an illness) which one is forced to suffer: a nasty dose of flu.) δόση2. verb(to give medicine to: She dosed him with aspirin.) χορηγώ(δόση φαρμάκου)- dosage
См. также в других словарях:
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγώ, χορήγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χορηγώ — χορήγησα, χορηγήθηκα, χορηγημένος, προσφέρω, δίνω, παρέχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορηγῶ — χορηγέω lead a chorus pres subj act 1st sg (attic epic doric) χορηγέω lead a chorus pres ind act 1st sg (attic epic doric) χορηγός chorus leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω … Dictionary of Greek
παραχορηγώ — έω, Α χορηγώ, παρέχω, δίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορηγώ «παρέχω, ξοδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεισευπορώ — έω, Α χορηγώ, προμηθεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] … Dictionary of Greek
τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek